ἱππιᾶν

ἱππιᾶν
ἵππιος
of a horse
masc/fem gen pl (doric)
ἱππίας
masc gen pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἱππιᾶν — Ἱππίης masc gen pl (doric aeolic) Ἱππιάζω ape Hippias fut part act masc voc sg (doric aeolic) Ἱππιάζω ape Hippias fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) Ἱππιάζω ape Hippias fut part act masc nom sg (doric aeolic) Ἱππιάζω ape Hippias fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππίαν — Ἱππίᾱν , Ἱππίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππίαν — ἱππίᾱν , ἵππιος of a horse fem acc sg (attic doric aeolic) ἱππίᾱν , ἱππίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἱππίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατοξεύω — (Α) (επιτ. τ. τού τοξεύω) 1. τοξεύω, ρίχνω με το τόξο βέλη εναντίον κάποιου 2. θανατώνω κάποιον τοξεύοντας («συλλαμβάνει καὶ κατατοξεύει τὸν Ἱππίαν», Θουκ.) 3. μτφ. συντρίβω, καταβάλλω, αποστομώνω κάποιον («ῥηματίοις καινοῑς αὐτὸν καὶ διανοίαις… …   Dictionary of Greek

  • Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”